- φωτοκράτωρ
- -ορος, ὁ, Αο κυρίαρχος τού φωτός.[ΕΤΥΜΟΛ. < φωτ(ο)-* + -κράτωρ (< κράτος, κρατῶ, βλ. λ. αυτοκράτορας), πρβλ. θαλασσο-κράτωρ].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φωτοκράτωρ — lord of light masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φωτ(ο)- — α συνθετικό λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο ουσ. φῶς, φωτός και δηλώνει ότι το σύνθ. έχει σχέση με το φως ή αναφέρεται σ αυτό. Το α συνθετικό φωτ(ο) γνώρισε μεγάλη επίδοση στη Νέα Ελληνική, όπου χρησιμοποιήθηκε για τον… … Dictionary of Greek